Ut Poesis Pictura
Megaκles Rogakos, Art Historian & Curator of The American College of Greece, (From the catalogue of the exhibition V. Koskiniotou, Titanium Gallery, September - October 2008), Athens
In our encounter with the work by Vassiliki Koskiniotou we may naturally recognize its origins from a poetic perception of the world, however the artist has achieved her canvases themselves to resonate poetically, independent of the poetic line or idea that inspired them. The painter transforms the matter of her brush into lyrically abstract compositions, at times familiar, at other times difficult to decipher, whose strength is derived from the harmony of the colours on her palette, as well as their synergy with her iconographic vocabulary, the latter drawing her compositions in a deep intellectual and spiritual completion.
The work manifests its virtues directly: a subtle spirit, the powerful colour body, sensitivity as well as dynamism in its formulation- a sublime marriage of opposites. Accidental is not the painter’s elective affinity with Nikos Karouzos, a poet whose lines she visualises as through the painting: Centripetal you leave, Centrifugal you come. The apocalyptic truth emerging from the conjuction of the apparent opposites fascinates the painter and drive her artistic research.
A metaphysical poetics of the sphere and the world. Her vocabulary is characteristically personal: cocoons, homes, ladders, arrows, grains, crops, hollows, rain, natural and organic forms, chthonic and celestial nests from which a newly-born planet, a shoot or a new life are about to spring, iconographic elements functioning as an allegorical metonymic mirror and creating a surplus of meaning –each form simultaneously is the ‘same’ and the ‘other,’ something uncannily familiar which metaphorically is transferring us to a deeper symbolic level- and the sense of truth in painting: the vivid transition from the picture to the concept.
In Koskiniotou's case, a dialectic arises from a sincere commitment to the ambiguity coupling the natural with the metaphysical essence of things: that spherical body, usually hovering above the lower areas of action in her works, is at the same time a metaphysical moon but also a celestial eye of the earthy and natural self.
Morphologically, the painter often deals with the adventure of the forms of the circle, occasionally reaching the point of encompassing her entire composition: the ellipse, the helix, the spiral - all geometrical reductions of the poetics of the sphere and ultimately a feminine poetics of the plastical curvilinearity of the universe.
Where are all these stairs leading to? In her work Milky Way, the ladder, inspired by Paul Klee’s Highroad and Byroads, rather seems an expression of ecstasy towards the universe or a ‘prayer’. A little more to the left is the abstractly schematic form of a nursing mother, who sets yet another emotional nucleus/planet in orbit around the universe. Hence, its deliberately ambiguous title Milky Way, (which is rendered significantly more poignantly in the French Voie lactee). Some other ladders though, are looking up towards the sky in a moment of erotic climax. The luminous steps in the Little ladder by Anghelaki-Rouke seem to owe their origin to eros; as is also the case with the ladder that is just discernable in the Erotic. The painter is interested in their transcendental height out of a deep internal need for exaltation, the musical analogue of which is perhaps, she confides in me, the 3rd Symphony by Henryk Górecki.
In her large-scale work The Origin or The Great Spiral, the motion of the spiral is traversed by an erect flight of stairs perspectively ascending from darkness to light. At its centre, the 'Sperm-Home’ – a symbol of the couple’s osmosis –illuminates the composition as if it were a small internal sun. We have a universal osmosis emitting energy in its most archetypal of forms, the intercourse of the male with the female. The ‘Two’ of the erotic couple is manifest as the cause of creation of the ‘One’, the Whole, the Universe.
A dominant theme of Koskiniotou’s visual research is the tracing of the mystery of origin equally to the body of mother and nature as to the immaterial body of mother tongue. As she herself notes writing on her art: “Seeking the common root of origin from the archetypal erotic 'Two' and the origin from the dual body of mother and mother-language, I wish to investigate the expression of the very bisubstantiality of the human condition.”
Such a research is eloquently depicted in the large-scale Origin, whose artistic coming-into-being began with the intent to capture the erotic osmosis, and elegiacally returns to the idea of the origin of life itself. In its composition, dark , in the lower part, with the bronze earthy colours, and in full glow to the upper parts, there complement one another in balance earthy fatigue with heavenly delight. The Origin with the spiral unfolding of the work’s formal element’s is ultimately a symbol of eternal evolution and regeneration symbol of life itself. Colour is present, sovereign everywhere, betraying the painter’s organic relationship with it and recalling for our sake Klee’s famous dictum: “Me and colour are one.”
Η Ζωγραφική ως Ποίηση
Μεγακλής Ρογκάκος, Ιστορικός Τέχνης & Επιμελητής Αμερικανικού Κολεγίου Αθηνών, (Από τον κατάλογο για την έκθεση της Β. Κοσκινιώτου στην Titanium) Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2008, Αθήνα
Στη συνάντησή μας με το έργο της Βασιλικής Κοσκινιώτου, μπορεί να αναγνωρίζουμε αβίαστα τις καταβολές του σε μία ποιητική πρόσληψη του κόσμου, η καλλιτέχνις ωστόσο επιτυγχάνει οι ίδιοι οι πίνακές της ν΄αντηχούν ποιητικά, ανεξάρτητα από τον στίχο ή την ιδέα που τους ενέπνευσε. Η ζωγράφος μετουσιώνει την ύλη του χρωστήρα της σε λυρικά αφαιρετικές συνθέσεις, άλλοτε γνώριμες κι άλλοτε ελάχιστα ευανάγνωστες, η δύναμη των οποίων αντλείται από την αρμονία των χρωμάτων της παλέτας της, αλλά και τον συνδυασμό τους με το εικονογραφικό της λεξιλόγιο, που οδηγεί τις συνθέσεις της σε μια βαθιά διανοητική και πνευματική πληρότητα.
Τα έργο αποκαλύπτει τις αρετές του άμεσα: λεπταίσθητο πνεύμα, ισχυρό χρωματικό σώμα, ευαισθησία αλλά και δυναμισμό στην διατύπωση- μία υπέροχη σύζευξη αντιθέτων. Τυχαία δεν είναι η εκλεκτική της συγγένεια με τον Νίκο Καρούζο, ποιητή, στίχους του οποίου εικονοποιεί όπως με το έργο Κεντρομόλος φεύγεις, Φυγόκεντρος έρχεσαι. Η αποκαλυπτική αλήθεια που προκύπτει από την συναρμογή των φαινομενικά αντιθέτων συναρπάζει την ζωγράφο και οδηγεί την εικαστική της αναζήτηση.
Μία μεταφυσική ποιητική της σφαίρας και του κόσμου. Το λεξιλόγιο της χαρακτηριστικά προσωπικό: κουκούλια, σπίτια, κλίμακες, βέλη, σπόροι, καρποί, κοιλότητες, βροχή, φυσικά και οργανικά σχήματα, χθόνιες και ουράνιες φωλιές απ’ όπου ένας νεοσύστατος πλανήτης, ένας βλαστός ή μία νέα ζωή, ετοιμάζεται να αναπηδήσει, εικονογραφικά στοιχεία που λειτουργούν ως αλληγορικός μετωνυμικός καθρέπτης δημιουργώντας ένα πλεόνασμα νοήματος -η κάθε μορφή είναι ταυτόχρονα ‘ταυτόν’ και ‘έτερον’, κάτι ανοίκεια γνώριμο που μας παραπέμπει μεταφορικά σε ένα βαθύτερο συμβολικό επίπεδο- και την αίσθηση της αλήθειας στην ζωγραφική: την εναργή μετάβαση από την εικόνα στην έννοια.
Στην περίπτωση της Κοσκινιώτου, μια διαλεκτική προκύπτει από μία ειλικρινή προσήλωση στην αμφισημία που παντρεύει την φυσική με την μεταφυσική υπόσταση των πραγμάτων: το σφαιρικό εκείνο σώμα, που συνήθως υπερίπταται των χαμηλότερων πεδίων της δράσης των έργων της, είναι συγχρόνως ένα μεταφυσικό φεγγάρι κι ένα ουράνιο μάτι του γήινου, φυσικού εαυτού.
Μορφολογικά, την ζωγράφο απασχολεί συχνά η περιπέτεια των σχημάτων του κύκλου, που κάποτε φτάνει να περικλείει ολόκληρη την σύνθεσή της: έλλειψη, έλικας, σπείρα - όλα γεωμετρικές αναγωγές μίας ποιητικής της σφαίρας και τελικά μιας γυναικείας ποιητικής της πλαστικής καμπυλότητας του σύμπαντος κόσμου.
Πού οδηγούν όλες αυτές οι σκάλες; Στο έργο της Γαλαξίας, η κλίμακα, εμπνευσμένη από το έργο Λεωφόροι και Πάροδοι του Πάουλ Κλέε, μοιάζει μάλλον με μία έκφραση έκστασης προς το σύμπαν ή με μία ‘προσευχή’. Λίγο πιο αριστερά ανακαλύπτουμε την αφαιρετικά σχηματική μορφή μίας θηλάζουσας μητέρας, που βάζει άλλον έναν συναισθηματικό πυρήνα/πλανήτη στην τροχιά του στο σύμπαν. Εξού και ο ηθελημένα αμφίσημος τίτλος του Γαλαξία (που αποδίδεται ακόμη πιο εύστοχα από τον γαλλικό Voie lactee). Κάποιες άλλες αντίθετα κοιτούν προς τον ουρανό σε μία στιγμή ερωτικής κορύφωσης. Τα φωτεινά σκαλοπάτια στην Σκαλίτσα της Αγγελάκη-Ρουκ μοιάζουν να έχουν την καταγωγή τους μάλλον στον έρωτα· όπως κι εκείνη η σκάλα που μόλις διακρίνεται στο Ερωτικό. Η καλλιτέχνης ενδιαφέρεται για το υπερβατικό τους ύψος από βαθιά εσωτερική ανάγκη για ανάταση, της οποίας μουσικό ανάλογο αποτελεί ίσως, μού εκμυστηρεύεται, η 3η Συμφωνία του Χένρικ Γκορέτσκι.
Στο μεγάλων διαστάσεων έργο της Η Καταγωγή ή Η Μεγάλη Σπείρα, την κίνηση της σπείρας διαπερνά μία ευθύβολη κλίμακα προοπτικά ανοδική με κατεύθυνση από το σκοτάδι προς το φως. Στο κέντρο της, το ‘Σπίτι/Σπέρμα’ –σύμβολο της όσμωσης του ζευγαριού– φωτίζει τη σύνθεση σάν μικρός εσωτερικός ήλιος. Πρόκειται για μία όσμωση συμπαντική που διαχέει ενέργεια στην πιο αρχέτυπη μορφή της, στην συνεύρεση του αρσενικού με το θηλυκό. Το ‘Δύο’ του ερωτικού ζεύγους φανερώνεται ως η γενεσιουργός αιτία για το ‘Ένα’, το Όλον, το Σύμπαν.
Κυρίαρχο θέμα της εικαστικής έρευνας της Κοσκινιώτου αποτελεί άλλωστε η ανίχνευση του μυστηρίου της καταγωγής τόσο από το σώμα της μητέρας και της φύσης όσο και από το άυλο σώμα της μητρικής γλώσσας. Όπως σημειώνει η ίδια γράφοντας για την τέχνη της: "Αναζητώντας την κοινή ρίζα της καταγωγής από το αρχετυπικό ερωτικό ‘δύο’ και της καταγωγής από το διττό σώμα της μητέρας και της μητρικής γλώσσας, επιθυμώ να εξερευνήσω την έκφραση του ίδιου του δισυπόστατου της ανθρώπινης συνθήκης."
Μία τέτοια έρευνα αποτυπώνεται εύγλωττα στη μεγάλων διαστάσεων Καταγωγή που άρχισε να φιλοτεχνείται με την πρόθεση να αποδόσει την ερωτική όσμωση, κι επιστρέφει ελεγειακά στην ιδέα της καταγωγής της ίδιας της ζωής. Στην σύνθεσή της -σκοτεινή, χαμηλά, με τα χάλκινα χρώματα της γης και ολοφώτιστη προς τα επάνω- αλληλοσυμπληρώνονται με ισορροπία η γήινη κούραση με την ουράνια τέρψη. Η Καταγωγή με την σπειροειδή ανέλιξη των μορφικών στοιχείων του έργου αποβαίνει τελικά ένα σύμβολο της αέναης εξέλιξης και αναγέννησης της ίδιας της ζωής. Το χρώμα είναι παρόν, παντού κυρίαρχο, προδίδει την οργανική σχέση της ζωγράφου μαζί του και ανακαλεί για χάρη μας την διάσημη φράση του Κλέε: «Εγώ και το χρώμα είμαστε ένα».