Press

Thoughts of a Shy

Σκέψεις ενός ντροπαλού-Μπλο(γ)κ σκεψογραφίας με αφορμή την δεύτερη ατομική έκθεση της Βασιλικής Κοσκινιώτου με τίτλο Καταγωγές και Κλίμακες που παρουσιάστηκε στην γκαλερί TITANIUM, Αθήνα το 2008

Προειδοποίηση: Η ανάρτηση αυτή γράφεται από έναν ιστολόγο, ο οποίος δεν έχει εξειδικευμένες γνώσεις περί τέχνης πέρα από τις συνηθισμένες. Σποραδικές επισκέψεις σε εκθέσεις και μουσεία κλπ. Επιλεκτικές αναγνώσεις στην (κυριακάτικη συνήθως) εφημερίδα. Ό,τι διάβασε στα βιβλία ιστορίας του σχολείου, όπου συνήθως -εάν θυμάται καλά- οι σελίδες για την εξέλιξη της τέχνης λίγο δεν γίνονταν, λίγο δεν έφτανε ο χρόνος και φυσικά σπανίως ήταν στην εξεταστέα ύλη. Διαβάσματα σε εγκυκλοπαίδιες και στο διαδίκτυο. Ξεφύλλισμα της Ιστορίας της Τέχνης του Ernst Gombrich.
Η δε “ανάγνωση” του έργου της καλλιτέχνιδος είναι προσωπική.

Ο Karl Popper αναφέρει γενικά στο έργο του, πως ένα από τα θεμελιωδέστερα ερωτήματα, τα οποία απασχόλησαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία ήταν αυτό της αλλαγής: Πώς γίνεται κάτι και αλλάζει, ενώ κρατά την ουσία του; Και πώς ισορροπούν αυτά τα δύο μεταξύ τους. Άλλοι φοβήθηκαν την αλλαγή και σκέφτηκαν τρόπους να την σταματήσουν, όπως ο Πλάτων. Άλλοι είδαν ότι είναι αναπόφευκτη και όπως ο Ηράκλειτος αναφώνησαν ότι δεν είναι δυνατόν αν διαβείς το ίδιο ποτάμι δύο φορές και πως όλα κινούνται και τίποτα δεν μένει σταθερό.


Εάν και ενδεχομένως να είναι νωρίς να βγάλουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα από την δεύτερη ατομική της έκθεση και χωρίς να υπάρχει σκοπός (πώς άλλωστε; ) να “περιορίσουμε” την καλλιτέχνιδα, νομίζουμε ότι η Βασιλική Κοσκινιώτου έχει αποκτήσει μία διακριτή καλλιτεχνική ταυτότητα, που κάνει αναγνωρίσιμο το έργο της. Αυτή την ταυτότητα, δεν θα πρέπει να την θεωρήσουμε στατική αλλά εξελισσόμενη.


Η ταυτότητα αυτή αποτυπώνεται πάνω στο έργο της και στα μοτίβα, που φαίνεται να προτιμά. Η κλίμακα -δεν είναι τυχαίο, που τόσο η πρώτη, όσο και η δεύτερη της έκθεση έχουν την κλίμακα στους τίτλους τους: Ίχνη κλίμακας και άλλα ερωτικά (η πρώτη), Καταγωγές και κλίμακες (η τρέχουσα- δεύτερη). Το κυκλοειδές σχήμα, προφανώς ως ανάμνηση και παραπομπή στο θηλυκό και στη μήτρα. Αντιστοίχως το τόξο, ίσως ως παραπομπή στο αρσενικό στην κίνηση και στην εξέλιξη. Τα δύο αυτά μοτίβα δεν είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Δεν υπάρχει η αντιπαράθεση και η εχθρότητα μεταξύ του συντηρητικού/σταθερού/υποταγμένου θηλυκού έναντι του προοδευτικού/εξελισσόμενου/κυρίαρχου αρσενικού. Τα δύο μοτίβα συμπληρώνονται, παραπέμποντας σε στοιχειώδεις αρχές της ψυχολογίας, όπου λέγεται ότι μόνο έχοντας αποκτήσει και βιώσει σταθερές βάσεις είναι δυνατόν το άτομο να εξελιχθεί ομαλά. Εάν διακρίναμε μια τάση προς το βέλος να κατευθύνεται προς τα πάνω, δεν νομίζουμε ότι είναι αποτέλεσμα παραδοχής ότι το αρσενικό υπερτερεί έναντι του θηλυκού, αλλά δείγμα αισιοδοξίας. Ως δείγμα αισιοδοξίας βλέπουμε και τις ανερχόμενες κλίμακες.


Εξάλλου και το θηλυκό κυκλοειδές σχήμα είναι σε αρκετά έργα της αρκετά δυναμικό. Αναφέρομαι στα έργα, όπου το σχήμα βρίσκεται σε σχάση. Μία μήτρα σε έκρηξη, χορηγός ζωής. Μία μήτρα δεχόμενη να καταστραφεί για να δημιουργηθεί το νέο. Και η θυσία θέλει πολύ δυναμισμό και δυναμικότητα.
Η γλώσσα και η ποίηση είναι επίσης πολύ σημαντικά στοιχεία στο έργο της. Ικανή χειριστής της ελληνικής (μόνο συμπτωματικό δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε την επιλογή του όρου “κλίμακα” στις εκθέσεις της, αντί του καθημερινού “σκάλα”) και της γαλλικής γλώσσας, απαραίτητο για όποιον έχει ασχοληθεί με την τέχνη της μετάφρασης, κάτι που δυστυχώς δεν φαίνεται να το κατανοούν πολλοί στην Ελλάδα, η ποίηση, οι λέξεις, η γλώσσα δεν είναι μόνο πηγές έμπνευσης, όπως αναφέρει η ίδια, αλλά αποτυπώνονται πάνω στο ίδιο το σώμα του καλλιτεχνικού της έργου.


Άλλο χαρακτηριστικό, που μπόρεσα να διακρίνω είναι η γραμμή, που διατρέχει το παστέλ (ίσως με βάση μια ακίδα) και το στυλό τον καμβά. Το “στυλό” φαίνεται να δρα καταστροφικά στο έργο, ίσως μία νύξη αυτοκριτικής, όπως οι ηθελημένες ατέλειες, που έκαναν οι μάστορες της πέτρας στα σπίτια, που έχτιζαν, όπως είχα διαβάσει κάποτε. Ενδεχομένως μία αναφορά στην παδικότητα και στην αισιοδοξία και την δημιουργικότητα, που αυτή αποπνέει.
Η ζωγραφική της Βασιλικής Κοσκινιώτου δεν ανήκει στον χώρο της αναπαραστατικής ζωγραφικής, αλλά σε αυτόν της αφηρημένης. Πολλές φορές, όμως, υπάρχουν αναγνωρίσιμα σχήματα, τα οποία επιτρέπουν πολλαπλές αναγνώσεις. Το χρώμα παρά η αναπαράσταση είναι αυτό, που χαρακτηρίζει και κυριαρχεί στο έργο της δείχνοντας μία σχέση και οφειλές στον Paul Klee, όπως γράφει ο κ. Μεγακλής Ρογκάκος Ιστορικός Τέχνης και Επιμελητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Αθηνών σε σημείωμα του στον κατάλογο της τρέχουσας έκθεσης. Τέτοιες συγγένειες ως μη ειδικός δεν μπορώ να διακρίνω. Σκεπτόμενος, όμως, ότι διάφορες φωτογραφικές αποτυπώσεις που έχω δει πινάκων του Klee και κυρίως το Μικρούλα ιστορία για έναν μικρούλη νάνο, όπου είναι από τα αγαπημένα μου έργα είναι ίσως μία εξήγηση στο γιατί μού αρέσει η καλλιτεχνική της δημιουργία.